"


Έρευνες για την αϋπνία - Πώς σχετίζεται με την κατάθλιψη

Δύο διεθνείς επιστημονικές ομάδες ανακοίνωσαν ότι έκαναν σημαντικά βήματα προόδου για να κατανοηθεί το γενετικό και γενικότερα το βιολογικό υπόβαθρο της αϋπνίας,


το οποίο έως σήμερα δεν είναι σαφές. Μεταξύ άλλων, αποκαλύπτεται ότι ορισμένοι γενετικοί παράγοντες κινδύνου είναι κοινοί για την αϋπνία και την κατάθλιψη, αλλά και για την καρδιαγγειακή νόσο.

Η πρώτη ομάδα ανακοίνωσε ότι για πρώτη φορά εντόπισε στον εγκέφαλο τα κύτταρα, τις περιοχές και τις βιολογικές διαδικασίες που σχετίζονται με τον αυξημένο γενετικό κίνδυνο για την εκδήλωση χρόνιας αϋπνίας. Αυτό κατέστη δυνατό, καθώς συσχετίστηκαν το DNA και οι συνήθειες ύπνου περίπου 1,33 εκατομμυρίου ανθρώπων.

Η αϋπνία είναι μια από τις συχνότερες διαταραχές παγκοσμίως. Πολλοί άνθρωποι (περίπου το 30% ή σχεδόν ο ένας στους τρεις) περιστασιακά δεν κοιμούνται καλά, αλλά το 10% ως 20% και τουλάχιστον ο ένας στους τρεις ηλικιωμένους έχει χρόνιο πρόβλημα κακού ή ελλιπούς ύπνου, με αποτέλεσμα να μην νιώθει καλά την επόμενη μέρα.

Σε περίπου 770 εκατομμύρια υπολογίζονται οι άνθρωποι στη Γη με χρόνια αϋπνία. Ως τέτοια ορίζεται η δυσκολία να αποκοιμηθεί κανείς ή να παραμείνει αρκετή ώρα κοιμισμένος τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα για τουλάχιστον τρεις συνεχόμενους μήνες. Η αϋπνία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακές, μεταβολικές, κατάθλιψη, άγχος και άλλες νευροψυχικές διαταραχές.

Οι υπάρχουσες φαρμακευτικές θεραπείες απλώς ανακουφίζουν τα συμπτώματα, η αποτελεσματικότητά τους διαφέρει από άτομο σε άτομο, ενώ συχνά προκαλούν εθισμό και έχουν παρενέργειες. Η τάση αϋπνίας θεωρείται κληρονομική (κατά το ένα τρίτο τουλάχιστον του σχετικού κινδύνου), καθώς εμφανίζεται σε ολόκληρες οικογένειες και φαίνεται να έχει βιολογικές-γενετικές «ρίζες» στον εγκέφαλο. Μέχρι σήμερα όμως λίγα γονίδια είχαν ανακαλυφθεί που σχετίζονται με την αϋπνία. Επίσης παραμένει μυστήριο πού ακριβώς στον εγκέφαλο ασκούν την επίδρασή τους τα γονίδια κινδύνου για την αϋπνία, κάτι σημαντικό για την ανάπτυξη νέων και καλύτερων θεραπειών.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τους καθηγητές στατιστικής γενετικής Ντανιέλε Ποστούμα (Πανεπιστήμιο VU 'Αμστερνταμ) και νευροφυσιολογίας Έους Βαν Σόμερεν (Ινστιτούτο Νευροεπιστήμης Ολλανδίας), που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γενετικής "Nature Genetics", εντόπισαν 956 γονίδια που συμβάλλουν στον κίνδυνο για αϋπνία. Ορισμένα από αυτά έχουν στο παρελθόν συσχετισθεί με την κατάθλιψη, τις νευρώσεις, το διαβήτη και τις καρδιαγγειακές νόσους.

Στη συνέχεια οι επιστήμονες αποκάλυψαν για πρώτη φορά ποια κύτταρα, περιοχές και βιολογικοί μηχανισμού του εγκεφάλου επηρεάζονται από τα εν λόγω γονίδια.

«Η μελέτη μάς δείχνει ότι η αϋπνία, όπως πολλές άλλες νευροψυχιατρικές διαταραχές, επηρεάζεται από χιλιάδες γονίδια, καθένα από τα οποία ασκεί μικρή επιρροή. Αυτά τα γονίδια από μόνα τους δεν έχουν ενδιαφέρον, η συνδυαστική δράση τους όμως αυξάνει τον κίνδυνο αϋπνίας», δήλωσε η Ποστούμα.

«Τα ευρήματα είναι σημαντικά, επειδή μπορούμε τώρα για πρώτη φορά να αρχίσουμε να ψάχνουμε στο εργαστήριο για τους υποκείμενους μηχανισμούς σε επιμέρους εγκεφαλικά κύτταρα», ανέφερε ο νευροβιολόγος κ. Γκούους Σμιτ του Πανεπιστημίου VU.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ




Created and Support by Byte1 | Copyright © 2018 ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΕΝΤΡΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ